Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Ο Τάφος του Αγίου Μάμα στην Τουρκία

Στο βιβλίο "Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ" που συνέγραψε η Άννα Μαραβά - Χατζηνικολάου αναφέρονται τα εξής :
" Στα παλιά τα χρόνια , λέει η παράδοση, ένας Τούρκος είχε κάνει αχυρώνα την Εκκλησία της Μαμασού , που η μισή είναι χτισμένη και η άλλη μισή λαξευτή. Μια μέρα το άχυρο πήρε φωτιά μοναχό του και καταστράφηκε όλο. Ο Τούρκος δεν κατάλαβε τίποτα και ξαναγέμισε με άχυρο το κτίριο. Το άχυρο όμως έπαιρνε διαρκώς φωτιά . Στο τέλος κουράστηκε με αυτή την ιστορία και αποφάσισε να κάνει την Εκκλησία σταύλο. Την πρώτη μέρα ψόφησε ένα ζώο , την δεύτερη άλλο , την τρίτη άλλο ως το τελευταίο. Ο Τούρκος , που ήταν άνθρωπος ευσεβής , κατάλαβε πως κάποιο μυστήριο συμβαίνει εκεί. Έσκαψε μέσα και ανακάλυψε πρώτα μια Χριστιανική Εκκλησία κι έπειτα τα λείψανα του Αγίου Μάμα. Από τότε το κτίσμα έγινε τόπος προσκυνήματος , ονομάστηκε Ζιαρέτ Κιλισσέ , δηλαδή προσκύνημα - εκκλησία. Χωρίστηκε σε δύο μέρη. Το ένα ήταν χριστιανική Εκκλησία και το άλλο τεκές. Δερβίσηδες φρόντιζαν για την συντήρηση όλου του κτηρίου και του τάφου του Αγίου.
Ο Τάφος βρισκόταν σε βράχο λαξευτό , στο αριστερό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί ήταν ένα ξύλινο κιβώτιο ,που είχε μέσα τα κόκαλα ,την κάρα κι ένα βραχίονα του Αγίου. Οι άρρωστοι βάζανε απάνω τους τα λείψανα ,τα τρίβανε στο πονεμένο μέρος. Οι δερβίσηδες ρίχνανε χώμα πάνω στον τάφο, για να παίρνουν οι προσκυνητές. Στον Άγιο πήγαιναν απαραίτητα οι νιόπαντροι απ' όλη την περιφέρεια , αλλά και από μακριά και από την Καισάρεια ακόμα , για να θεμελιώσει ο Άγιος το σπιτικό τους. Πήγαιναν επίσης οι άτεκνοι και τάζανε , αν αποκτήσουν παιδί να του δώσουν το όνομα του Αγίου. Εκεί γινόταν μεγάλο πανηγύρι δύο φορές τον χρόνο. Στις 21 Μαΐου, γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και στις 15 Αυγούστου. Οι Αρμένηδες γιόρταζαν στις 2 Σεπτεμβρίου. Τον Άγιο εμείς (οι Έλληνες) , τον λέγαμε ο "Άγιος Μάμαντος" , οι Αρμένηδες ο "Άγιος Μάμας" και οι Τούρκοι Σαμμάς ή Μαμασούν Μπαμπάς , δηλαδή Άγιος της Μαμασού. Εκεί ήταν πολλά δέντρα, ιτιές με τρεχούμενα νερά. Τρεις μέρες συνέχεια διασκεδάζανε. Φέρνανε τάματα διάφορα. Τα σφαχτάρια τα σφάζανε και τα μαγειρεύανε οι δερβίσηδες και τρώγανε μαζί με τον κόσμο.
Με την Ανταλλαγή του 1924 , οι Γκελβεριώτες (δηλαδή οι Χριστιανοί από την γειτονική κωμόπολη Γκέλβερη ή Καρβάλη) θέλησαν να πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα και τον Άγιο της Μαμασού. Αλλά οι Τούρκοι δεν τους άφησαν : "Είναι δικός μας εβλιά (άγιος)", λέγανε. "Θα μείνει εδώ που τον βρήκαμε."
Έτσι ο Άγιος έμεινε εκεί. Σήμερα ακόμα , συνεχίζοντας παμπάλαιες συνήθειες, δίνει ευτεκνία στα Καππαδοκικά πλήθη πιστών. Ένας προύχοντας της Γκέλβερης που ρωτήθηκε πως γίνεται να μένει το προσκύνημα αυτό εκεί , απάντησε ότι ένας τόπος που ήταν πάντα Ιερός και θαυματουργός δεν μπορεί να πάψει να είναι σεβαστός από τον λαό. Κι έτσι ο Μαμασούν Μπαμπάς ζει πάντα στην Καππαδοκία.
Ο τελευταίος απόγονος των δερβίσηδων εξακολουθεί να ανάβει τα καντήλια και να δέχεται προσκυνητές. Ανασηκώνει με άπειρη ευλάβεια το ύφασμα που σκεπάζει τα οστά του Αγίου , που εξακολουθούν να βρίσκονται στην παλιά τους θέση."

Το Λείψανο του Αγίου Μάμα

Το λείψανο του αγίου Μάμα αναπαυόταν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και πάνω από τον τάφο του γύρω στα μέσα του 4ου αι. , οι αδελφοί Γάλλος και Ιουλιανός ο Παραβάτης, τότε εξόριστοι στην Μάκελλο, οικοδόμησαν Βασιλική.
Ο Νικήτας Σερρών (11ος αιώνας) αναφέρει ότι ο τάφος του Αγίου ήταν πάντα στην Καισάρεια. Η Άννα Μαραβά-Χατζηνικολάου με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε ορίζει τη θέση του τάφου του Μεγαλομάρτυρα της Καισάρειας στην τοποθεσία Ντελικλί-Τας, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν οι Καισαρειώτες στις 2 Σεπτεμβρίου.

Η κάρα του Αγίου στον Ναό της Langres
Η κάρα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από ένα μοναχό, μετά την κατάληψη της Καισάρειας από τους Σελτζούκους το 1067. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος (1185-1195) οικοδόμησε ξανά το κατεστραμμένο μοναστήρι του Αγίου Μάμαντος στην Ξυλόκερκο Πόρτα για να την καταθέσει εκεί. Όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204, άρπαξαν ανάμεσα στα άλλα πολύτιμα λείψανα και την κάρα του αγίου που είχε ένα ασημένιο στεφάνι με το όνομά του γραμμένο ελληνικά και από εκεί μεταφέρθηκε από τον κληρικό Gualon de Dampiere στην πόλη Langres της Καμπανίας στα 1209.

Εκτός από την κάρα στη Langres είχαν μεταφερθεί τμήμα οστού του λαιμού, ένας βραχίονας και λίγο αίμα (λύθρο) του αγίου. Το βραχίονα και το λύθρο είχε δωρίσει ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός στο Regnaud, επίσκοπο της Langres, στα 1075.
Παράδοση της Κύπρου αναφέρει πως η λάρνακα που περιείχε το λείψανό του,ή τμήματα του λειψάνου του, ρίφθηκε στη θάλασσα, από τις απέναντι της Κύπρου Μικρασιατικές ακτές. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η σαρκοφάγος με το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε από τα κύματα και ξεβράσθηκε στην παραλία του κόλπου της Μόρφου. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικόν, παραθέτοντας την παράδοση, ένας χωρικός βρήκε τη σαρκοφάγο και με τη βοήθεια των γιων του τη μετέφεραν με ευκολία στην ενδοχώρα, παρά το βάρος της. Όταν έφτασαν στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου, στη Μόρφου, η σαρκοφάγος έγινε ξαφνικά τόσο βαριά που ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Την άφησαν λοιπόν στον τόπο εκείνο και έκτισαν ναό στο όνομα του αγίου Μάμα, που με την πάροδο των ετών εξελίχθηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια της Κύπρου. Σύμφωνα και με μια τοπική παράδοση το μοναστήρι είχε ανοικοδομηθεί πάνω στα θεμέλια ειδωλολατρικού ναού της Αφροδίτης/Αστάρτης την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Ο Τάφος του Αγίου Μάμα στην ομώνυμη εκκλησία στην πόλη Μόρφου της κατεχόμενης Κύπρου

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Βιογραφία του Αυτοκράτορα Αυρηλιανού (Lucius Domitius Aurelianus)


Ο Αυρηλιανός (Lucius Domitius Aurelianus) γεννήθηκε από φτωχούς γονείς στις 9 Σεπτεμβρίου του 214 μ.Χ. στην Κάτω Μοισία.
Ο πατέρας του ήταν αγρομισθωτής του Αυρηλίου, ενός πλούσιου Ρωμαίου γερουσιαστή (senator) του οποίου το όνομα έλαβε ο μικρός Lucius.
Ο Αυρηλιανός αναδείχθηκε ως εξέχουσα στρατιωτική φυσιογνωμία υπηρετώντας στον Ρωμαϊκό στρατό. Έλαβε τιμητικές διακρίσεις για την πολεμική του αρετή, ήδη από την εποχή που πολεμούσε στα Βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας στον Δούναβη.
Με τους ιππείς του κατόρθωσε να κατατροπώσει το πανίσχυρο ιππικό των Γότθων αιφνιδιάζοντάς τους απο πίσω στην μάχη της Ναϊσσού το 268 εξουδετερώνοντας έτσι την μεγαλύτερη απειλή που είχε δεχτεί μέχρι τότε η Αυτοκρατορία.

Την ίδια χρονιά όταν ο Aureolus εξεγέρθηκε εναντίον του Αυτοκράτορα Gallienus, ο Aurelian ήταν Διοικητής Ιππικού στην Βόρεια Ιταλία. Είχε αυτό το Αξίωμα κατά την πολιορκία του Mediolanum (Μιλάνου) όπου βρισκόταν υπό τις διαταγές του ίδιου του Αυτοκράτορα Gallienus.
Ο φιλόδοξος Αυρηλιανός πήρε το μέρος των στασιαστών.
Εκεί, ακριβώς έξω από τα τείχη της πολιορκούμενης πόλης, συμμετείχε ενεργά στην συνομωσία που κατέληξε με τον θάνατο του Gallienus.
Ο Αυρηλιανός ήταν εκείνος που εμπνεύστηκε, κατέστρωσε και υλοποίησε το σχέδιο της δολοφονίας του Αυτοκράτορα. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό λοιπόν, συναγερμός θα σήμαινε κατά την διάρκεια της νύχτας στο στρατόπεδο των πολιορκητών. Ένα σκηνοθετημένο θερμό επεισόδιο, μια φασαρία, που θα αναστάτωνε το στράτευμα και θα απασχολούσε την Αυτοκρατορική φρουρά και θα αφήνοντας τον Gallienus εκτεθειμένο και απροστάτευτο. Έτσι και έγινε. Ξυπνώντας από την φασαρία ο Αυτοκράτορας αντικρίζει έντρομος τα φονικά ξίφη των δολοφόνων του και πέφτει νεκρός στην είσοδο της Αυτοκρατορικής του σκηνής.
Ο Aurelian διεκδικούσε πλέον ανοιχτά τον Αυτοκρατορικό Θώκο και θα έπαιρνε το χρίσμα αν η φήμη του ως σκληρού άνδρα δεν θα έκανε την Σύγκλητο να επιλέξει αντ’ αυτού τον Claudius Gothicus σαν τον επόμενο Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Σε αντιστάθμισμα ο νέος Αυτοκράτορας Claudius II Gothicus απένειμε στον Αυρηλιανό τον τίτλο του «Αρχηγού του Ρωμαϊκού Ιππικού». Ο Αυρηλιανός έτσι καταδείχθηκε και τυπικά ως η ισχυρότερη Στρατιωτική Προσωπικότητα της Ρώμης. Στην περίοδο αυτή η Γαλατία αποσχίστηκε απο το Ρωμαϊκό κράτος και ονομάστηκε "Γαλατική Αυτοκρατορία".
Όταν ο Κλαύδιος ΙΙ πέθανε το 270 μ.Χ. τον θρόνο διαδέχτηκε με αμφιλεγόμενο τρόπο ο μικρότερος αδελφός του Quintillus . Το γεγονός όμως πως ο Quintillus δεν είχε πάρει ξεκάθαρα το χρίσμα ο νέος αυτοκράτορας δεν νομιμοποιήθηκε στην συνείδηση πολλών καθώς και του Αυριλιανού. Ο σκληρός και αδίστακτος χαρακτήρας του τελευταίου όμως ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί καθώς και η Σύγκλητος επέλεξαν για δεύτερη φορά άλλο πρόσωπο για την ηγεσία της Ρώμης.
Ο Αυρηλιανός επέλεξε να μην εκφράσει άμεσα την δυσαρέσκεια του, αλλά να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία – η οποία δεν άργησε να του δοθεί: Οι Γότθοι επιτέθηκαν σε εδάφη της Αυτοκρατορίας πολιορκώντας την Αγχίαλο και την Νικόπολη. Ο Αυρηλιανός θα ηγηθεί του στρατεύματος που θα τρέψει τους Γότθους σε φυγή. Η Επιτυχία αυτή θα είναι το εισιτήριό του για την πορεία του προς το ύπατο Αξίωμα. Ήδη από την στιγμή της επιστροφής του τον Αύγουστο του 270 μ.Χ. στην στρατιωτική βάση του Sirmium διεκδικεί επίσημα τον Αυτοκρατορικό Θώκο, δηλώνοντας πως ο Κλαύδιος είχε κατονομάσει εκείνον ως κληρονόμο του και όχι τον Quintillus. Οι σύσσωμες οι Λεγεώνες κραυγάζουν το όνομά του και τον αποκαλούν Αυτοκράτορα.
Κανείς πλέον δεν είχε το σθένος να αντιταχθεί στην ισχυρότερη στρατιωτική φυσιογνωμία της Αυτοκρατορίας και όλοι έσπευσαν να ταχθούν στο πλευρό του, εγκαταλείποντας τον Quintillus μόνο του στην Aquileia όπου και θα αναγκαστεί να αυτοκτονήσει.
Ο πρώην διοικητής των μεθοριακών δυνάμεων στα σύνορα του Δούναβη Αυρηλιανός γίνεται πλέον ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος νέος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτο του μέλημα στα νέα του καθήκοντα να διαχειριστεί την νέα πιεστική απειλή των Juthungi (Jutes). Οι βάρβαροι αυτοί είχαν εισβάλει στην Βόρεια Ιταλία περνώντας από το Brenner Pass. Ακούγοντας όμως πως ο Αυρηλιανός κινείται εναντίον τους, τρέπονται σε φυγή χαρίζοντας επιπλέον δόξα στον νέο Αυτοκράτορα. Ωστόσο ο Αυρηλιανός δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό: προελαύνει ταχύτατα, τους προλαμβάνει πριν διασχίσουν τον Δούναβη και τους εξολοθρεύει.
Μέχρι τώρα οι Βαρβαρικές φυλές ελάμβαναν επιδοτήσεις προκειμένου να μην παρενοχλούν τις βόρειες Ρωμαϊκές Επαρχίες. Τώρα ο Αυρηλιανός τους αναγκάζει να συμφωνήσουν σε νέα συνθήκη ειρήνης χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα.
Ο Αυρηλιανός επιστρέφει θριαμβευτής στην Αιώνια πόλη όπου η Γερουσία τον χρίζει και επίσημα ως Αυτοκράτορα. Κίνηση που δεν έκαναν πρόθυμα αλλά αναγκασμένοι μια και δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η ήσυχη και ειρηνική παραμονή στην πρωτεύουσα, όμως, ήταν μια πολυτέλεια που ο Αυρηλιανός ποτέ δεν απόλαυσε. Λίγο αργότερα αναγκάζεται πάλι να εκστρατεύσει προς τα Βόρεια.
Στα σύνορα οι Vandals, συμμαχώντας με τους Sarmatians εισέβαλαν στα Ρωμαϊκά εδάφη διασχίζοντας τον ποταμό Δούναβη. Ο Αυρηλιανός κινείται εναντίον τους αποφασιστικά και τους νικάει σε μια και μόνο μάχη το 271 μ.Χ.
Ο Αυτοκράτορας σε μια άνευ προηγούμενου κίνηση, στο σημείο ακριβώς που η μάχη έχει κριθεί, ζητάει από τους στρατιώτες του να αποφασίσουν αν θα σκότωναν τους επιζώντες ή αν τους επέτρεπαν να φύγουν ανενόχλητοι. Οι στρατιώτες έδειξαν μεγαλοψυχία και οι αιχμάλωτοι επέστρεψαν πίσω στη γη τους. Όμως εκτιμώντας αυτήν την συμβολική κίνηση 2.000 Βάνδαλοι ιππείς προσχώρησαν στο Ρωμαϊκό ιππικό.
Ακόμα και τότε όμως το χάος από τις επιδρομές των βαρβαρικών φυλών συνεχίστηκε. Οι Alemanni, Juthungi και οι Marcomanni εισέβαλαν στην Αυτοκρατορία πριν ακόμα οι Βάνδαλοι ολοκληρώσουν την αποχώρησή τους απ’ αυτήν.
Η Βόρεια Ιταλία είχε να υπομείνει τις ορδές των βαρβάρων που κατέβαιναν περνώντας από τις Άλπεις λεηλατώντας πόλεις και χωριά.
Ο Αυρηλιανός έσπευσε πίσω στα Ιταλικά εδάφη και συγκρούστηκε με τους εισβολείς στην Πλακεντία. Αυτήν την φορά όμως οι δυνάμεις του αριθμητικά πολύ λιγότερες από εκείνες των εχθρών του νικήθηκαν. Η ήττα χαρακτηρίστηκε σοβαρή, η Γερουσία του καταλόγισε την πλήρη ευθύνη και διογκώνοντας τις απειλητικές φήμες που εξαπλώνονταν σαν πυρκαγιά, οι Συγκλητικοί υποκινούσαν ταραχές και εξέγερση κατά του Αυρηλιανού. Ακόμα όμως και με την μέγιστη εκμετάλλευση της στρατιωτικής ήττας του Αυτοκράτορα υπήρχε πολύς δρόμος να διανυθεί ακόμα μέχρι την τελική συντριβή του.
Οι Βάρβαροι τώρα έκαναν ένα κρίσιμο λάθος: Μεθυσμένοι από την νίκη τους αυτή εισχώρησαν πολύ βαθιά στο Ρωμαϊκό έδαφος όπου ανενόχλητοι λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Για να καρπωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα λάφυρα κατακερμάτισαν την αρχική τους στρατιά σε μικρές ομάδες που λυμαινόταν την Βόρεια Επαρχία.
Ο κατακερματισμός αυτός ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Αυρηλιανός. Έχοντας πλέον το αριθμητικό πλεονέκτημα κινήθηκε εναντίον τους και τους εξουδετέρωνε όπου τους συναντούσε . Με κυκλωτικές κινήσεις εκκαθάρισε αργά αλλά σταθερά όλα του τα εδάφη. Στο τέλος της επιχείρησης ελάχιστοι από τους εισβολείς κατόρθωσαν να διαφύγουν δια μέσου των Άλπεων. Ο Αυρηλιανός δεν τους κατεδίωξε, όχι από μεγαλοσύνη πια μα γιατί η παρουσία του ήταν πλέον αναγκαία στην Ρώμη.
Οι ταραχές εναντίον του μαινόταν ακόμα στην πρωτεύουσα. Ο λόφος Caelian Hill είχε καταληφθεί από τους εξεγερμένους. Οι Χρηματιστές ήταν εκείνοι που πρωτοστατούσαν πλέον στην εξέγερση και στον λόφο βρισκόταν μεγάλος αριθμός από εκείνους καθώς και τους υποστηρικτές τους.
Ο Αυτοκράτορας είχε μια υποψία ( που αργότερα επιβεβαιώθηκε) πως στα Νομισματοκοπεία οι Χρηματιστές εκείνοι οι οποίοι είχαν την εποπτεία της παραγωγής των νομισμάτων, καθώς και την ευθύνη για την ποιότητα και την αξία τους, αφαιρούσαν χρυσό και ασήμι από τα νομίσματα αντικαθιστώντας το κλεμμένο πολύτιμο μέταλλο με άλλο ευτελέστερης αξίας, απομυζώντας έτσι τον κρατικό πλούτο.
Οι ταραχές είχαν συνθλιβεί με την άφιξη του Αυρηλιανού. Χιλιάδες εξεγερμένοι φονεύτηκαν στον Caelian Hill . Οι περισσότεροι από αυτούς άτομα που είχαν να κάνουν με το νομισματικό σύστημα. Ο Αυρηλιανός όμως γνώριζε πως το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τους εξεγερμένους που μόλις διέλυσε. Ήξερε πως το πλήγμα στην οικονομία ήταν πολύ βαθύ. Προχώρησε λοιπόν στην αποκάλυψη κάποιων από τους υποκινητές οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από εκείνους που βρισκόταν πίσω από την οικονομική απάτη και τους οδήγησε στην εκτέλεση κατάσχοντας τις περιουσίες τους. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν υψηλόβαθμοι Συγκλητικοί.
Όμως δεν υποτίμησε τον φόβο που οι εχθροί του είχαν καλλιεργήσει στον λαό της Ρώμης: ότι δηλαδή κινδύνευε από τις εισβολές των Βαρβάρων. Για να αναχαιτίσει τον τρόμο που προκαλούσαν και όχι αυτούς καθ’ εαυτούς τους εισβολείς, ο Αυτοκράτορας το 271μ.Χ.έχτισε ένα υψηλό τείχος γύρω από την ανοχύρωτη μέχρι τότε Ρώμη, που τα ερείπιά του σώζονται ακόμα και σήμερα: το λεγόμενο Aurelian Wall.
Στο ύψους 12 μέτρων Τείχος περικλείστηκαν οι επτά λόφοι της Αιώνιας πόλης,το Campus Martius καθώς και μεγάλο τμήμα της Δυτικής όχθης του ποταμού Τίβερη.


Το Αυρηλιανό Τείχος με σημειωμένες τις πύλες του σε χάρτη εποχής (περισσότερα εδώ)




Από την στιγμή της ανόδου του στον Αυτοκρατορικό Θώκο, ο Αυρηλιανός έπρεπε να προφυλάσσεται από τους σφετεριστές του Θρόνου του. Ήδη από τα τέλη του 271, αρχές 272 ο Septimius αναπτύσσει ανατρεπτική δράση στην Dalmatia, ο Domitianus στην Νότια Gaul, επίσης κάποιος Urbanus συνομωτούσε σε κάποιο άλλο σημείο της αχανούς Αυτοκρατορίας. Ο Αυρηλιανός δεν έχανε χρόνο, εξουδετέρωνε τους σφετεριστές χωρίς να απομακρύνει τον λογισμό του από τα μεγαλύτερα προβλήματα του κράτους του: το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης και τις αποσχιστικές τάσεις που αναπτύσσονταν στα δυο αντίθετα σημεία του ορίζοντα του κράτους του. Από Δυτικά η επαρχία της Γαλατίας και ανατολικά το κράτος της Παλμύρας υπό τον έλεγχο της ξακουστής Βασίλισσας Ζηνοβίας.Αυτές ήταν οι σοβαρότερες προκλήσεις που αντιμετώπιζε τώρα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.


Στον Χάρτη βλέπουμε τις δύο περιοχές που αποσχίσθηκαν απο την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.



Ο Αυρηλιανός αποφάσισε πως θα έπρεπε να καταστρέψει και τα δύο αυτά αποσχισμένα κράτη αρχής γενομένης από το Βασίλειο της Παλμύρας σημαντικής επαρχίας της Αυτοκρατορίας μια συν τοις άλλοις, ήλεγχε και ολόκληρη την χώρα της Αιγύπτου η οποία προμήθευε την Ρώμη με το πολύτιμό της σιτάρι.
Ο Αυτοκράτορας ηγήθηκε προσωπικά του εκστρατευτικού σώματος που είχε σαν αποστολή την επανασύνδεση στην Αυτοκρατορία του νευραλγικού αυτού τμήματός της, του κράτους της Παλμύρας.
Την Άνοιξη του 272 ο Αυρηλιανός ξεκίνησε την μακρά του εκστρατεία σχεδιάζοντας και ακολουθώντας μια διαδρομή στην οποία εκκαθάριζε τις βόρειες επαρχίες από τους επιδρομείς Γότθους στην Θράκη και σε όλη την παραδουνάβια έκταση νικώντας τους κατά κράτος σε μεγάλης έκτασης στρατιωτικές αναμετρήσεις.
Έχοντας εξασφαλίσει εκεί την αδιαμφισβήτητη εξουσία της Ρώμης με το κύρος της στρατιωτικής της ισχύος, ο Αυρηλιανός ανακοινώνει την αποχώρηση των στρατευμάτων του από την περιοχή της Dacia. Ο Τραϊανός την είχε κατακτήσει και την είχε χαρακτηρίσει Ρωμαϊκό έδαφος εδώ και καιρό. Ουσιαστικά όμως έπαψε να είναι Ρωμαϊκό έδαφος αμέσως από την αρχή και αυτό γιατί ο πληθυσμός της την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε σε δυο περιοχές αποσχισμένες από την Μοισία (γενέτειρα του Αυτοκράτορα) και την Θράκη οι οποίες πλέον ονομάζονται: Dacia Ripensis και Dacia Mediterranea.
Παράγοντας τέτοιο σημαντικό έργο, ο Αυρηλιανός συνέχισε την πορεία του για την ολοκλήρωση του σκοπού του που ήταν η αντιμετώπιση και η εξουδετέρωση της Ζηνοβίας. Προέλασε έτσι στην Μικρά Ασία (Ανατολία) χωρίς να αντιμετωπίσει την παραμικρή αντίσταση.
Μόνο η πόλις των Τυάνων έφερε αντίσταση στην προέλασή του. Μετά την κατάληψή της όμως δεν επέτρεψε στους στρατιώτες του να προβούν σε οποιαδήποτε δολιοφθορά ξεκαθαρίζοντας πως όποιες πόλεις επιστρέφουν στην αγκάλη της Ρωμαϊκής Ειρήνης δεν έχουν να φοβηθούν καμία τιμωρία. Αυτή υπήρξε μια ιδιοφυής κίνηση μια και πλέον όλες οι Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας καθώς και ολόκληρη η Επαρχία της Αιγύπτου δήλωσαν υποταγή στον Αυτοκράτορα χωρίς να ανοίξει ούτε μια μύτη.
Στη Συρία νίκησε τις κύριες δυνάμεις του στρατού της Παλμύρας στα Immae, 26 μίλια ανατολικά της Αντιοχείας. Αμέσως μετά την επόμενη νικηφόρα του μάχη στο Emesa και την σύλληψη της Βασίλισσας Ζηνοβίας επήλθε η συνθηκολόγηση. Ξεκινώντας όμως ο Ρωμαϊκός στρατός το μακρύ ταξίδι της επιστροφής δυτικά, εθνικιστές της πόλης περιφρονώντας την εξουσία του κατάσφαξαν την Ρωμαϊκή φρουρά που άφησε πίσω του ο Ρωμαϊκός στρατός.
Ο Αυρηλιανός πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό ενώ είχε ήδη φτάσει στον Δούναβη και πολεμούσε στο Capri. Χωρίς ενδοιασμό επέστρεψε τάχιστα πίσω στην Συρία ανακατέλαβε την πόλη και αυτήν την φορά χωρίς να δείξει επιείκεια έδωσε εντολή στο στρατό του να την λεηλατήσει και να την καταστρέψει εκ θεμελίων.
Η ολική καταστροφή της Παλμύρας και η αποσόβηση των εξ ανατολών κινδύνου απόσχισης, επέτρεπε τώρα στον Αυρηλιανό να στρέψει το ενδιαφέρον του Δυτικά και να ασχοληθεί με το Γαλατικό ζήτημα .
Ο Aurelian σύναψε μια μυστική συμφωνία με τον αυτοαποκαλούμενο Γαλάτη αυτοκράτορα Tetricus I . Ο Tetricus Ι ηγήθηκε της Γαλατικού κράτους από το 270 μετά τη δολοφονία του Victorinus. Από το 273 κυβερνάει με τον γιό του τον Tetricus ΙΙ. Η συμφωνία ήταν να νικηθεί ο Γαλατικός στρατός σε μια μάχη παρωδία και σε αντάλλαγμα ο Αυρηλιανός να τους χαρίσει την Ζωή και να τους δώσει χρήμα και κτήματα στην Ιταλική χερσόνησο. Όπως και έγινε.
Το 274 ο Αυτοκράτορας έφτασε στην Γαλατία και νίκησε τον στρατό του Tetricus στο Campi Catalaunii (Châlons-sur-Marne της σημερινής Γαλλίας).


Συνοψίζοντας το έργο του, θα λέγαμε πως ο Αυρηλιανός κατόρθωσε μέσα σε συντομότατο διάστημα, διευθύνοντας μια σειρά από ασταμάτητες και καταιγιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις αυτό που όλοι τότε θεωρούσαν αδύνατο: Όχι μόνο απλά να διαφυλάξει την Αυτοκρατορία του από τις ορδές των βόρειων εισβολέων, δεν πέτυχε μόνο την επανένωση των απομακρυσμένων επαρχιών της αχανούς Αυτοκρατορίας, μα είχε επιτύχει την συνοχή της, είχε αποκαταστήσει το κύρος της Ρωμαϊκής Αρχής σε όλα τα πλάτη και τα μήκη αυτού που τότε ονομαζόταν πολιτισμένος κόσμος.
Σ’ όλον αυτόν τον πολιτισμένο κόσμο λοιπόν ο Αυρηλιανός δέσποζε σαν ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος Ηγέτης.
Οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν manu ad ferrum «σιδερένια πυγμή» και η Σύγκλητος του απένειμε τον τίτλο restitutor orbis ('restorer of the world) «Συντηρητή του Κόσμου»
Στον μεγαλοπρεπή θρίαμβο που οργανώθηκε προς τιμήν του παρέλασαν στους δρόμους της Ρώμης τα λάφυρα των εκστρατειών του και ταπεινωμένοι οι ηττημένοι του αντίπαλοι: ο Tetricus με τον συνώνυμο γιό του και η Βασίλισσα Ζηνοβία.
Τώρα ο Αυτοκράτορας θα έπρεπε να ασχοληθεί με το πώς ακριβώς θα κυβερνήσει το κράτος του, κάτι αρκετά πιο δύσκολο από το να πολεμάει απλά για να το υπερασπίζεται.
Έπρεπε να σκεφθεί με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να εξυγιάνει την κλονισμένη οικονομία. Να βρει τρόπο να αναθεωρήσει το νομισματικό σύστημα.
Είχε πλέον πρόσθετα έσοδα από τις επαρχίες που επαναπροσάρτησε. Αυτά σε συνδυασμό με καινοτόμες πρακτικές στον τρόπο κοπής και διάθεσης του Ρωμαϊκού νομίσματος θεώρησε πως θα έθεταν νέες γερές βάσεις στην σταθεροποίηση της οικονομίας.
Θέσπισε μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, των υπεξαιρέσεων, των εκβιασμών και των δωροδοκιών των διοικητών των Επαρχιών προς το κράτος της Ρώμης μέσω των διαφθαρμένων του λειτουργών.
Διατίμησε την τιμή του ψωμιού στην Ρώμη θέλοντας να κρατήσει χαμηλά τον μέχρι τώρα καλπάζοντα πληθωρισμό.
Η δωρεάν διανομή άρτου προς τους απόρους πολίτες της Ρώμης εμπλουτίστηκε με μερίδες χοιρινού κρέατος, ελαιολάδου και αλατιού. Τα επιδόματα αυτά ικανοποίησαν το λαϊκό αίσθημα που έτρεφε πλέον Λατρεία στο πρόσωπο του Αυρηλιανού.
Η κοίτη του ποταμού Τίβερη καθαρίστηκε και οι όχθες του κρηπιδώθηκαν. Παντού στην Ιταλία δημιουργήθηκαν οργανωμένοι χώροι εναπόθεσης απορριμμάτων ώστε να παραμείνει καθαρό το τοπίο και η κανόνες υγιεινής έπρεπε να τηρούνται από τους κατοίκους των πόλεων. Πράγματι λοιπόν υπό την κηδεμονία του η Ρώμη επανέκτησε αρκετό από το παλιό της Μεγαλείο.
Στα τέλη του 274 ο Αυρηλιανός αρχικά αντιμετώπισε με επιτυχία μια ανααταραχή στην Lugdunum (Lyons) και κατόπιν προχώρησε Βόρεια ώστε να πολεμήσει και πάλι ενάντια στους Juthungi (Jutes) οι οποίοι είχαν εισβάλει στην περιοχή της Raetia.
Μα ο σκληροτράχηλος στρατιωτικός είχε και άλλα πράγματα στο νου του. Μεγαλεπήβολα σχέδια όπως η επανάκτηση της Μεσοποταμίας η οποία είχε κατακτηθεί από τους Πέρσες. Η Κατάκτηση ακόμα της Περσικής Αυτοκρατορίας μια και η Δυναστεία των Σασσανιδών περνούσε βαθύτατη κρίση: Οι θάνατοι των Βασιλέων Shapur του Πρώτου και Hormizd του Πρώτου που τον διαδέχτηκε, και η άνοδος στην εξουσία του αδύναμου ηγεμόνα Bahram του Πρώτου, κατέστησε το ισχυρό άλλοτε Περσικό κράτος ευάλωτο. Με τις Λεγεώνες του θα μπορούσε εύκολα να κατακτήσει την Περσική Αυτοκρατορία. Η Μοίρα του επιφύλασε όμως άλλη τύχη.
Το καλοκαίρι του 275 ξεκινά την εκστρατεία προς την Ασία κινούμενος ανατολικά.
Τον Σεπτέμβριο στο Caenophrurium μια μικρή πόλη στην Θράκη ανάμεσα στο Perinthus και το Byzantium όπου είχε προσωρινά καταλύσει, ανακάλυψε πως ο ιδιαίτερος γραμματέας του, κάποιος υπασπιστής με το όνομα Έρως, του είχε πει ψέματα για κάποιο θέμα κατ’ ουσίαν άνευ σημασίας.
Ο Έρως φοβούμενος την οργή του αυστηρού Αυρηλιανού και την τιμωρία που του επιφύλασσε, ανέφερε σε μια ομάδα ανώτατων Αξιωματικών πως ο Αυρηλιανός τους υποπτευόταν για συνομωσία και σκόπευε να τους εκτελέσει.
Η συκοφαντία αυτή έπιασε τόπο. Γνωρίζοντας την αποφασιστικότητα και την αυστηρότητα του Αυρηλιανού οι συγκεκριμένοι Αξιωματικοί θεώρησαν περιτό να υπερασπιστούν στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα την αθωότητά τους. Επέλεξαν τον Mucapor έναν Πραιτωριανό Αξιωματικό από την Θράκη να τον δολοφονήσει.

Ο Αυρηλιανός θανατώθηκε στην ηλικία των 60 ετών με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που είχε θανατωθεί και ο προκάτοχός του. Θάφτηκε στην πόλη Caenufrurium, κοντά στην γενέθλια γή του. Η Βασιλεία του διήρκεσε πέντε χρόνια. Σ’ αυτό το σύντομο διάστημα τα επιτεύγματα του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον Κολοσσιαία!
Αμέσως μετά τον θάνατό του η Σύγκλητος τον ανακήρυξε Θεϊκό πρόσωπο!

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Η κοινωνική προέλευση των Μαρτύρων


Η έρευνα για την κοινωνική προέλευση των χριστιανών μαρτύρων αρχίζει και τελειώνει με την ανάλυση των πρωτογενών πηγών, που είναι τα Μαρτυρολόγια ή Συναξάρια. Αυτά τα κείμενα, επιδίωκαν να τονώσουν την πίστη και το ηθικό των μελών των χριστιανικών κοινοτήτων, προς τις οποίες απευθυνόταν. Μέσα σε αυτά όμως, μπορούμε να ανακαλύψουμε και κάποιες κοινωνιολογικές πληροφορίες οι οποίες όπως και τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να αντιμετωπιστούν με σκεπτικισμό όσον αφορά την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία τους.
Σύμφωνα με τις μαρτυρολογικές αφηγήσεις των Συναξαριών, οι μάρτυρες ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες του ρωμαϊκού κράτους. Μία μεγάλη μερίδα είναι τα άτομα που ανήκουν στην επαρχιακή αριστοκρατία. Διαθέτουν λοιπόν τα χρήματα και την κοινωνική καταξίωση στην περιοχή τους, που μπορούν να τους βοηθήσουν να μην οδηγηθούν στο μαρτύριο. Δε διστάζουν όμως εμπρός σε αυτό, και δεν κάνουν τίποτα για να το αποτρέψουν.
Μία άλλη κατηγορία μαρτύρων ανήκει στις μεσαίες κοινωνικές ομάδες. Σε αυτές περιλαμβάνονται και επαγγελματίες, γιατροί ή δικηγόροι. Εδώ ανήκουν και οι απελεύθεροι, που προσπαθούν να κερδίσουν την κοινωνική καταξίωση.
Αξιοπαρατήρητη κοινωνική τάξη, που συμμετέχει στο μαρτύριο, είναι και οι δούλοι. Αν και η γενική τάση είναι να ακολουθούν τα αφεντικά τους, αφού προηγουμένως είχαν δεχτεί και τις θρησκευτικές τους ιδέες, υπάρχουν και περιπτώσεις, που μόνοι τους φανερώνουν ότι είναι χριστιανοί, και δε φοβούνται τα βασανιστήρια και το θάνατο. Το τελευταίο αφορά κυρίως τους αυτοκρατορικούς δούλους, που είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
Όλοι οι πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανήκαν στις διάφορες ordines, δηλ. στις κοινωνικές κατηγορίες που όριζε το ρωμαϊκό κράτος, μετά την εποχή του Αυγούστου. Είναι γνωστό ότι οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι βουλευτές των πόλεων, αποτελούσαν την ελίτ της αυτοκρατορίας, που στελεχώνονταν από μικρό αριθμό πολιτών και αποτελούσαν την μειοψηφία.
Μετά την εποχή του Αδριανού επικρατεί ο χωρισμός σε honestiores και humiliores (επιφανείς και ασθενέστερους), που με τη σειρά τους χωρίζονταν σε επί μέρους ομάδες. Πάντως τα όρια της μεσαίας τάξης, που θα αποτελούσε ενδιάμεσο στρώμα, ανάμεσα στους ευγενείς και τους δούλους, ήταν δυσδιάκριτα, και είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν κριτήρια για να θεωρηθούν κάποια άτομα, ότι ανήκαν αμιγώς σε ένα μεσαίο σύνολο.
Για πολλούς μάρτυρες, δε δίνονται στοιχεία για την κοινωνική καταγωγή τους, αν και πρωταγωνιστούν στα μαρτυρολόγια. Προφανώς αυτοί θα πρέπει να τοποθετηθούν στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, για τον εξής λόγο: Για τους προερχόμενους από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως είναι γνωστό, δίνονται κατά κανόνα, σαφείς πληροφορίες καταγωγής, γιατί το μαρτύριο των honestiores φανέρωνε τη διείσδυση του χριστιανισμού στις υψηλές κοινωνικές ομάδες, γεγονός που αναδείκνυε το κύρος της εκκλησίας. Ενώ τα μέλη της μεσαίας τάξης, δεν παρουσίαζαν το ίδιο κοινωνικό ενδιαφέρον, και γι’ αυτό τα στοιχεία για την προέλευσή τους δεν τονίζονται πάντα στις αφηγήσεις.
Η πλειοψηφία των μαρτύρων προέρχεται από τα μεσαία στρώματα. Αυτό αποδεικνύει την απήχηση που είχε το χριστιανικό μήνυμα σε ομάδες, που ήταν ενταγμένες σε αυτά, και προσπαθούσαν να γίνουν αποδεκτές στην ελληνορωμαϊκή κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των απελεύθερων, που είχαν ξεφύγει από τη δουλεία, και ασκούσαν ένα επάγγελμα, το οποίο ήταν, κατά βάση, επικερδές (όπως οι γιατροί). Αυτά τα άτομα όμως δεν είχαν την κοινωνική καταξίωση, και έψαχναν να βρουν χώρους, στους οποίους θα γίνονταν αποδεκτά. Οι χριστιανικές κοινότητες λοιπόν ήταν ιδανικός τόπος γι’ αυτούς, αφού δεν έθεταν κοινωνικές προϋποθέσεις, για να θεωρήσουν κάποιον μέλος τους.
Τα μαρτυρολόγια, όταν περιγράφουν μαρτύρια επιφανών χριστιανών ή στρατιωτικών, θέλουν να τονίσουν πως το χριστιανικό κίνημα δεν ήταν ξένο με τις άρχουσες ομάδες της αυτοκρατορίας, αλλά είχε επίδραση και σε αυτές. Άλλωστε, ένα μαρτύριο επιφανούς προσώπου θα ανέβαζε το ηθικό των χριστιανών, θα τους έδινε θάρρος και δύναμη, κάτι που ήθελαν οι συγγραφείς των Συναξαρίων, και θα δημιουργούσε το «χριστιανό ήρωα», που θα έπρεπε, όπως και οι ήρωες των εθνικών, να προέρχεται από υψηλά κοινωνικά στρώματα.
Μετά το 313 μ. Χ., όταν είχε αρχίσει η μαζική κατάληψη των κρατικών αξιωμάτων από χριστιανούς, ήταν απαραίτητη η ανάδειξη της σχέσης χριστιανισμού-ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ώστε μέσα από αυτή να αποδειχτεί η αλληλεξάρτηση της νέας κρατικής θρησκείας με τους honestiores.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Η μορφή του Αυτοκράτορα στα νομίσματα του 274 μ.Χ.







Η ανακάλυψη και η παράθεση νομισμάτων, που κόπηκαν στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στα Νομισματοκοπεία της Ανατολικής Επικράτειας κατά την περίοδο Βασιλείας του Αυριλιανού, μας πληροφορεί για το ρόλο της αυτοκρατορικής λατρείας ως συνδετικού κρίκου μέσα στο Ρωμαϊκό Imperium.
Στο χρονικό εκείνο διάστημα, περισσότερες από τριακόσιες πενήντα πόλεις έκοψαν νομίσματα με τις πιο ποικίλες παραστάσεις , ανάλογα πάντα με τις εκάστοτε περιστάσεις.
Τα νομίσματα εκείνα πληροφορούν το λαό για τους αγώνες και τις νίκες του αυτοκράτορα. Έτσι, η παράσταση του ηγεμόνα ως νικητή απειράριθμων εχθρών, αποτέλεσε αγαπητό θέμα της νομισματοκοπίας. Οι επιτυχίες στη μάχη ανακοινώνονται με ποικίλους τρόπους: μια Νίκη τρέχει κρατώντας στεφάνι και κλαδί φοίνικα, άλλη αποθανατίζει κάποια νίκη πάνω σε ασπίδα, ο ίδιος ο αυτοκράτορας στεφανώνεται από τη θεά της νίκης ή στέκεται μπροστά στο τρόπαιο.Τέλος, εικονίζεσαι και ο θεός του πολέμου, ο Άρης, ο Mars Ultor των Ρωμαίων, σύμβολο της δύναμης και του μεγέθους του ρωμαϊκού στρατού.
Τα νομίσματα αυτά μπορεί να διαφέρουν ως προς τις ανάγλυφες παραστάσεις της μίας τους πλευράς, έχουν όμως ένα κοινό στην άλλη πλευρά: τον Αυτοκράτορα να φέρει Στέμμα με Ακτίνες παρομοιαζόμενος πλέον με τον Θεό Ήλιο.
Το στέμα αυτό που αντικατέστησε την απλή Αυτοκρατορική κορδέλα που οι πρίν τον Αυριλιανό Αυτοκράτορες φορούσαν, συμβολίζει την Θεϊκή υπόσταση του Νέου Ρωμαίου Αυτοκράτορα και τις τιμές που έπρεπε πλέον να του αποδίδονται.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008


Ταπισερί με θέμα: "Ο Μάμας στον Διοικητή Αλέξανδο" στο Μουσείο του Λούβρου


Στον Καθεδρικό Ναό της το 1540 υφάνθηκαν οκτώ ταπετσαρίες που απεικονίζουν σκηνές από τη ζωή του Αγίου Μάμα, οι οποίες τοποθετήθηκαν στο Ιερό του Ναού. Σήμερα μόνο τρείς σώζονται δύο στη Langres και μία στο Λούβρο (φωτό).

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Η Λατρεία του Θεού Ήλιου

Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός θεωρώντας πως μια ενιαία επίσημη θρησκεία θα μπορούσε να διατηρήσει ενωμένη την αχανή αυτοκρατορία, καθιέρωσε τη λατρεία του Ανίκητου Ήλιου, σαν την Επίσημη Εθνική Ρωμαϊκή Θρησκεία.
Αμέσως μετά τον θρίαμβό του επί της Βασίλισσας Ζηνοβίας, ορίζει την 25 Δεκεμβρίου (η οποία ήδη εορταζόταν από τους Μιθραϊστές σαν η γενέσιος ημέρα του Μίθρα ο οποίος εικονίζεται ως ο εκπρόσωπος του Ήλιου στη Γη - συγκρητιζόμενος με τον Απόλλωνα).
Η λατρεία αυτή κυριαρχούσε στην Ανατολική Αυτοκρατορία και είχε σαν επίσημο κέντρο λατρείας το περίφημο τέμενος Μπααλμπέκ στην Ηλιούπολη του σημερινού Λιβάνου ως την κοινή εορτή ενότητας και ευχαριστιών.
Η νέα κοινή θρησκεία ήταν τόσο πλατιά ώστε να αγκαλιάζει όλες τις λατρείες που υπήρχαν στην Ρωμαϊκή επικράτεια, ενώ ο ίδιος Θεωρούνταν Ανώτερος Αρχιερέας της και απαιτούσε να τιμάται ως Θεός.
Με αυτόν τον τρόπο η θρησκεία αποτελούσε τον στυλοβάτη της Αυτοκρατορικής εξουσίας την οποία άμεσα και έμεσα υπηρετούσε.
Την επιδίωξη του αυτή υπονόμευε η αυξανόμενη Χριστιανική πίστη την οποία εξελάμβανε ως απειθαρχία στην εξουσία του και την οποία προσπαθούσε να εξαλείψει όπως ακριβώς έκαναν χωρίς επιτυχία οι πριν μα και οι μετά αυτόν Ρωμαίοι Αυτοκράτορες.

Η καθιέρωση της Νέας Επίσημης Εθνικής Λατρείας η οποία έχει πλέον κοινό φιλοσοφικό περιεχόμενο, μέσω της τόνωσης του συγκριτισμού στην λατρεία της παραδοσιακής Θρησκείας, ώστε να αποτελεί ομογενές λατρευτικό σύνολο, αποτελεί πλέον την κυρίαρχη ιδεολογική ταυτότητα του Ρωμαϊκού Κράτους που βασίζεται σ' αυτήν προκειμένου να αντιμετωπίσει τις διασπαστικές τάσεις που δυναμίτιζαν την συνοχή και την ευημερία του.

Η εξτρατεία κατά της Παλμύρας και η καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας


Η Ζηνοβία (Septimia Zenobia ) Βασίλισσα του Κράτους της Παλμύρας (Αίγυπτος, Εγγύς Ανατολή, τμήμα Μικράς Ασίας) κήρυξε ανεξαρτησία από τους Ρωμαίους. Το 267 μ.Χ. βάφτισε τον εαυτό της «Αυγούστα», κάτι που προκάλεσε την οργή της Ρώμης. Ο Αυτοκράτορας Αυριλιανός ηγήθηκε ενός αξιόμαχου σώματος στρατού με το οποίο πολιόρκησε την Παλμύρα και την κατέλαβε νικώντας κατά κράτος τον στρατό της Ζηνοβίας. Το 274 μ.Χ. η Ζηνοβία παρέλασε δεμένη με χρυσές αλυσίδες κάτω από την αψίδα του Θριάμβου στην Ρώμη. Ο Αυρηλιανός της χάρισε την ζωή και μια πολυτελέστατη βίλα στο Τίβολι της Ιταλίας.
Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά απο τον Αυριλιανό μαζί με όλο το προάστιο "Βρουχείον" στο οποίο βρισκόταν τα βασιλικά ανάκτορα της πόλης.
Για κάποιους το μένος του Αυρηλιανού ενάντια στην Αλεξάνδρεια δικαιολογείται απο το γεγονός πως οι Αλεξανδρινοί υποστήριξαν τον εραστή της Ζηνοβίας, Φίρμο, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό της ερωμένης του ενάντια στον Ρωμαϊκό στρατό. Πράγματι ο Φίρμος θανατώθηκε μετά την σύλληψή του με σταυρικό θάνατο. Όμως κανένας κάτοικος της Αλεξάνδρειας δεν διώχθηκε. Ο Αυρηλιανός αρκέστηκε στο να καταστρέψει το «Μουσείον» εκ θεμελίων καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της βασιλικής συνοικίας του «Βρουχείου»,εκεί ακριβώς όπου υπήρχαν τα πολλαπλά κτίρια της Βιβλιοθήκης, θέλοντας να εξαφανίσει από προσώπου Γης τον Πυρήνα της Γνώσης, την οποία η Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη υπηρετούσε.
Η Γνώση , υπήρξε για εκείνον η αιτία της Αποστασίας και που δεν βρισκόταν αλλού παρά στο σύνολο των εγκαταστάσεων και στην Λειτουργία της φημισμένης Βιβλιοθήκης.
Η Γνώση ήταν για τον Μονάρχη το αίτιο κάθε απείθειας και αμφισβήτησης της δικής του Αρχής.


Η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας



Υπήρξε το κόσμημα της πόλης που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος το 320 π. Χ.
Η έναρξη της δημιουργίας της οικουμενικής βιβλιοθήκης έγινε όταν ο Δημήτριος ο Φαληρέας, μαθητής του Αριστοτέλη και σύμβουλος του Πτολεμαίου του Α’, εισηγήθηκε στο φαραώ την ίδρυση ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου με μια παγκόσμια βιβλιοθήκη, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκε ο μεγάλος στρατηλάτης.
Το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε να πραγματοποιείται από τον Πτολεμαίο τον Α’, στην Αλεξάνδρεια, όπου και ιδρύθηκε το Μουσείο και η Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη.
Έτσι άρχισε η συγκέντρωση του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου, ο οποίος ήταν διασκορπισμένος σε πολλές μικρές συλλογές και βιβλιοθήκες.
Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά, εκπληρωνόταν το όνειρο και η φιλοσοφία του ίδιου του Αριστοτέλη.
Η Βιβλιοθήκη αποτέλεσε έναν χώρο όπου άνθησαν οι επιστήμες, το πρώτο ίσως αρχαίο πανεπιστήμιο, καθώς και αποθήκη ενός τεράστιου όγκου γνώσεων, ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας.
Σύντομα έγινε φανερό ότι η πρόθεση των Πτολεμαίων δεν ήταν απλώς η καταγραφή και διατήρηση όλης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής γνώσεως αλλά και η μεταβολή της ελληνικής γλώσσας σε παγκόσμια, καθώς οι σχέσεις και το εμπόριο των Ελλήνων με τους αυτόχθονες λαούς προϋπέθετε τη γλωσσική επικοινωνία.
Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε και η ίδρυση μεγάλων πολιτιστικών κέντρων γύρω από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η μετάφραση των μεγάλων ιστορικών έργων των λαών της ανατολής στην ελληνική γλώσσα.


Στα «Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην» αναφέρεται ότι η Ανακτορική Βιβλιοθήκη περιείχε 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς κυλίνδρους, ενώ ο Αμμιανός υποστήριζε ότι ο πλούτος της βιβλιοθήκης ανερχόταν σε 700.000 κυλίνδρους
Είχε πολλά διαμερίσματα και λειτουργούσε ως ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο έμεναν και εργάζονταν διασημότητες της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο μαθηματικός Ευκλείδης, ο αστρονόμος Αρίσταρχος, ο γεωγράφος Ερατοσθένης και ο ποιητής Θεόκριτος.
Εκτός από τους χώρους όπου φυλάσσονταν τα βιβλία, τους χώρους μελέτης συγγραφής και αντιγραφής, η Βιβλιοθήκη διέθετε και πολλά εργαστήρια, αστεροσκοπείο, βοτανικό και ζωολογικό κήπο, καθώς και άνετους ξενώνες για τους φιλοξενούμενους.
Στην βιβλιοθήκη υπήρχε και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα επειδή της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργεί αντίγραφο για κάθε χειρόγραφο που εμφανίζονταν στην Αίγυπτο. Για το σκοπό είχε ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό αντιγραφέων.
Ο διάδοχος Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφοςτην επέκτεινε, διπλασιάζοντας τον αριθμό των τόμων της. Στην περίοδο της ακμής της, επί Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη, γύρω στο 230 π. Χ., ο αριθμός των τόμων είχε ξεπεράσει τις 700.000.

Η καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας


Η Φωτιά του Ιουλίου Καίσαρα
Το πρώτο μεγάλο πλήγμα που δέχτηκε η συλλογή της βιβλιοθήκης ήταν το 48 π.Χ., κατά τη διαμάχη μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και Πτολεμαίου του 13ου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Καίσαρας διέταξε να βάλουν φωτιά στα ίδια του τα πλοία για να αποτρέψει τον εχθρό από το να τους περικυκλώσει, μια φωτιά που στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλα τα κτίρια του λιμανιού. Έτσι κάηκε και ένα κτίριο που αποκαλούνταν Βιβλιοθήκη του Λιμανιού. Στην πραγματικότητα ήταν μια αποθήκη που περιείχε αντίγραφα έργων της βιβλιοθήκης, τα οποία προορίζονταν για εξαγωγή. Το κεντρικό κτίριο, η Ανακτορική Βιβλιοθήκη, βρισκόταν στη βασιλική συνοικία της πόλης, στην οποία βρήκαν καταφύγιο οι στρατιώτες του Καίσαρα από τη φωτιά, κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν αν η πυρκαγιά είχε εξαπλωθεί εκεί. Εκτός αυτού, η βασιλική βιβλιοθήκη δεν ήταν η μοναδική της πόλης, καθώς υπήρχαν τουλάχιστον ακόμη δύο, αυτές του ναού του Σεράπιδος και του κτιρίου του Μουσείου. Η τελευταία επικοινωνούσε με την κεντρική Ανακτορική βιβλιοθήκη.
Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε πως εφόσον η φωτιά δεν είχε στόχο την Βιβλιοθήκη αυτή καθ’ εαυτή, δεν προκάλεσε και σοβαρές απώλειες στον πλούτο και την Λειτουργία της.

Ο εμπρησμός απο τον Αυρηλιανό
Δεν μπορούμε όμως να πούμε και το ίδιο για την επόμενη καταστροφή που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε καταλυτική ή ακόμα καλύτερα ολέθρια. Αυτή έγινε κατά την εισβολή του αυτοκράτορα Αυρηλιανού, στην Αλεξάνδρεια το 273 μ.Χ., στην εκστρατεία του ενάντια στο Αυτονομημένο Κράτος της Παλμύρας του οποίου ηγείτο η Βασίλισσα Ζηνοβία. Η νικηφόρα πορεία του Αυρηλιανού και η κατατρόπωση του στρατού της Ζηνοβίας δεν ήταν αρκετή για να πειστεί ο Αυτοκράτορας για την υποταγή του τμήματος εκείνου της Αυτοκρατορίας στην κεντρική εξουσία της Ρώμης. Έπρεπε για τον ίδιο να εξαλειφθούν οι αιτίες της απείθειας και του αισθήματος ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης. Αίτιά τους – για τον ίδιο - ήταν η Γνώση που η Βιβλιοθήκη απλόχερα μοίραζε. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο η Βιβλιοθήκη μπήκε στο στόχαστρο και γι αυτό καταστράφηκε.
Ένα μεγάλο τμήμα της Αλεξάνδρειας παραδόθηκε στις φλόγες, συμπεριλαμβανομένης και της συνοικίας στην οποία βρισκόταν η βιβλιοθήκη. Η καταστροφή ήταν τεράστια, ανεξάρτητα πως οι μαρτυρίες αυτού του γεγονότος δεν είναι ακριβείς. Υπάρχουν ιστορικοί που αναφέρουν πως μεγάλος αριθμός παπύρων λεηλατήθηκε και μεταφέρθηκε σε άγνωστο προορισμό.
Όταν αργότερα ο χριστιανός αυτοκράτορας Θεοδόσιος αποφασίζει με διάταγμά του την ερήμωση και καταστροφή όλων των παγανιστικών ναών, το 391 μ.Χ, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος ξεκινά αμέσως με την καταστροφή του ναού του Σεράπιδος, στον οποίο υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Είναι θέμα αντιδικίας μεταξύ των σημερινών ερευνητών το κατά πόσο η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε την εποχή του διατάγματος του Θεοδοσίου. Οι χριστιανοί ιστορικοί Σωκράτης ο σχολαστικός και Ορόσιος αναφέρονται στην καταστροφή αγαλμάτων και θρησκευτικών συμβόλων, χωρίς να κάνουν νύξη για βιβλία. Ακόμα, ο παγανιστής ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλινός περιγράφει και αυτός την καταστροφή του Σεραπείου, χωρίς να αναφέρεται σε βιβλία. Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε πως τα βιβλία καταστράφηκαν από τον Αυρηλιανό. Με χαμένη την γνώση της αρχαίας διανόησης ο κόσμος έμπαινε σε μια νέα εποχή πολύ πιο διαφορετική. Με την μισαλλόδοξη στάση του απέναντι στις Επιστήμες, στις τέχνες και τα γράμματα ο ακραίος Αυτοκράτορας έσβησε και το τελευταίο φως του ήδη παρηκμασμένου Αρχαίου πολιτισμού και έσπρωξε τον κόσμο προς τον σκοτεινό Μεσαίωνα.

Η οικονομική μεταρρύθμιση του Αυριλιανού

Ο Αυριλιανός ( 214-275 μ.Χ) κλήθηκε να υπερασπίσει την Αυτοκρατορία σε μια εποχή που εκείνη κλονιζόταν από συνεχείς απειλές των συνόρων της από εξωτερικούς εχθρούς και από αποσχιστικές τάσεις των επαρχιών της.
Η οικονομία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Τα ¾ του προϋπολογισμού που υπολογίζονταν σε 225 εκατομύρια αργυρά δηνάρια προορίζονταν για την μισθοδοσία του στρατού που έφτανε τους 400.000 άνδρες.
Ο πληθωρισμός κάλπαζε και τα αποθέματα χρυσού και αργύρου εξαντλούνταν.
Η προσπάθεια για ενότητα και σταθερότητα του Ρωμαϊκού Imperium ξεκίνησε ακριβώς στα χρόνια της βασιλείας του Lucius Domitius Aurelianus: 270 – 275 μ.Χ.
Το κύριο νόμισμα της εποχής ο αντωνιανός, ύστερα από συνεχείς υποτιμήσεις, αντικαταστάθηκε από τον βελτιωμένο αυριλιανό. Το νέο νόμισμα που έφερε την μορφή του Αυτοκράτορα περιείχε σημαντική ποσότητα αργύρου. Τα νομισματοκοπεία αυξήθηκαν σε οκτώ, διασπαρμένα σε όλες τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Το δικαίωμα της νομισματοκοπίας αποτελούσε ανέκαθεν έκφραση πολιτικής κυριαρχίας. Η κεντρική Ρωμαική Διοίκησε έδωσε τότε το προνόμιο στις πιστές της επαρχίες να κόβουν νομίσματα. Η δυνατότητα κάποιας περιοχής να κόβει και να κυκλοφορεί μόνη της το κοινό νόμισμα εκλαμβανόταν ως σημαντικό προνόμιο από τις επαρχίες, μια και υποδήλωνε κάποια υποτυπώδη αυτονομία. Σημαντικές πόλεις αιτούνταν αυτής της άδειας η οποία δινόταν εφόσον η πόλη τηρούσε τα εχέγγυα πίστης προς την κεντρική διοίκηση και εφόσον όλη η διαδικασία γινόταν υπό τον αυστηρό έλεγχο του αυτοκράτορα.
Έτσι με την πρόφαση της διευκόλυνσης της νομισματικής κυκλοφορίας, η Ρώμη εξασφάλιζε μέσω του κοινού νομίσματος ενιαία οικονομική διαχείριση ελεγχόμενη απ’ αυτήν και την απαραίτητη υποτέλεια των επαρχιών στην κεντρική διοίκηση.
Τα μέτρα αυτά αποκατέστησαν την αξιοπιστία του Ρωμαϊκού αργυρού δηνάριου που έγινε τόσο ισχυρό και τόσο αναγνωρίσιμο στον τότε γνωστό κόσμο ώστε πολλές περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας, έκοψαν νομίσματα παρόμοια με τα Ρωμαϊκά προτού καν κατακτηθούν από τους Ρωμαίους.
Η δημιουργία ενός ενιαίου νομισματικού συστήματος, η οποία ξεκίνησε από τον Αυριλιανό και συνεχίστηκε από τους επόμενους αυτοκράτορες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν πρόδρομος της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης που σχεδιάζεται και υλοποιείται στις μέρες μας.
Μακροπρόθεσμα όμως τα μέτρα αυτά δεν στάθηκαν αρκετά ώστε να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό και την επακόλουθη οικονομική ύφεση.

Τα νομίσματα που διασώζονται από εκείνη την εποχή μας πληροφορούν για τον ρόλο της Αυτοκρατορικής λατρείας ως συνδετικού κρίκου στα ετερόκλητα τμήματα της αχανούς αυτοκρατορίας.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Η λατρεία του Αγίου Μάμα στην Κύπρο

"Μετά από πολλά χρόνια, οι τότε βασιλιάδες από το φθόνο τους, που έβλεπαν να γίνονται άπειρα θαύματα από το άγιο λείψανο του Αγίου, έριξαν τη λάρνακα μαζί με το ιερό του λείψανο στη θάλασσα, για να καταποντιστεί στο βυθό και να εξαφανιστεί. Ο Άγιος, όμως, το οδήγησε μέσα από τα κύματα και το έφερε στο λιμάνι της κωμόπολης Μόρφου, που βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της νήσου Κύπρου.

Ό Άγιος φανερώθηκε σ’ ένα ευσεβή χριστιανό σε όραμα και του είπε που βρίσκεται το σώμα του Αγίου. Αμέσως, ο ευσεβής Χριστιανός σηκώθηκε, πήρε τους ιερείς και πλήθος Χριστιανών και πήγαν και σήκωσαν τη λάρνακα του Αγίου με το λείψανο. Το πήραν μετά και το τοποθέτησαν στον τόπο όπου και σήμερα ακόμη είναι ορατός, κι εκεί ανήγειραν αργότερα ναό με τρούλο περίτεχνο. Την ημέρα της μνήμης του Αγίου, στις 2 Σεπτεμβρίου, από τον τάφο του αναβλύζει ευωδιαστό μύρο, που γιατρεύει τους ασθενείς από κάθε αρρώστια."

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της Λατρείας του Αγίου θα αναφέρουμε παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Άγιος Μάμας». Αναφερόμαστε στην σχέση του Αγίου με τους Ακρίτες, τους κατοίκους εκείνους των άκρων του Βυζαντίου, που φρουρούσαν τα σύνορα και προστάτευαν την αυτοκρατορία από τις επιδρομές ξένων εισβολέων. Ο Άγιος Μάμας όπωςς και ο Άγιος Γεώργιος παρουσιάζονται εδώ σαν προστάτες Άγιοι των Ακριτών.
Οι κάτοικοι-πολεμιστές των συνόρων, οι Ακρίτες, υπερασπίζονταν το Βυζάντιο με τέτοια γενναιότητα, που οι αγώνες τους και τα κατορθώματα τους εξυμνήθηκαν από τον λαό στα δημοτικά τραγούδια και στα Μεσαιωνικά Έπη της Ελλάδας τα λεγόμενα Ακριτικά Έπη.
Γράφει λοιπόν η Άννα Μαραβά- Χατζηνικολάου:
«Το κοντάκιο του Αγίου τον περιγράφει με την ράβδο που του έδωσε ο θεός να ποιμαίνει το λαό, γιατί είναι πια ποιμένας ανθρώπων, και συγχρόνως να συντρίβει μ’ αυτήν τους εχθρούς, τα αόρατα και ανήμερα θηρία. Αυτοί οι εν κινδύνοις που επικαλούνται τον Άγιο είναι οι μεσαιωνικοί βοσκοί της Καππαδοκίας, που ήταν μαζί και πολεμιστές. Γιατί είχαν να αμυνθούν εναντίον των ληστών, των απελατών, που στις επιδρομές τους άρπαζαν τα βοσκήματα. Αυτά τα δύο επαγγέλματα συνταιριασμένα, βοσκός και στρατιώτης, τα είχαν οι κατ’ εξοχήν πολεμιστές των περιοχών εκείνων, οι Ακρίτες.
Γι’ αυτό πάνω στο όπλο τους το απελατίκι, το τρομερό ρόπαλο, (τη ματσούκα, το ραβδί ή κορύνη), είχαν την εικόνα του Αγίου Μάμα.
Στην ακριτική ποίηση, το να νικήσει κανείς τους εχθρούς με το ραβδί αυτό, το πρωτόγονο και απλούστατο όπλο, φαίνεται να έχει απόλυτη αξία, η οποία προσθέτει πολλά στους ήρωες.
Ο Θεοφύλακτος στο τραγούδι του φωνάζει να του φέρουν τα όπλα του για να ετοιμαστεί για την μάχη:
«Φέρτε μου το κοντάριν μου που ν’ άις Γιώρκης πάνω,
Φέρτε μου το ματσούκιν μου που ν’ άις Μάμας πάνω».
Δεν είναι γνωστό με ποια μορφή θα εικονιζόταν πάνω στο ρόπαλο ο Άγιος, αλλά θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε κατ’ εικόνα και ομοίωση των ακριτών , όπως περίπου περιγράφεται ο Διγενής σ’ ένα στίχο:
Άνθρωπος άοπλος, πεζός, ράβδον κατέχων μόνην.
Έτσι άλλωστε θα απαντήσουμε τον Άγιο στην εικονογραφία.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ ΣΤΟΝ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ

(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη «Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη»)
«…Η λατρεία του νεαρού Αγίου είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε όλο το νησί, κυρίως σε περιοχές με ακμάζουσα κτηνοτροφία. Δεν είναι τυχαίο που πάνω στον Ψηλορείτη των χιλιάδων αιγοπροβάτων γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της περιοχής, από την κτηνοτροφική οικογένεια των Σκουλάδων που τον έχει ως προστάτη, ούτε που σε πολλά άλλα ψηλώματα θα δούμε ταπεινά εκκλησάκια αφιερωμένα στην χάρη του.»
Σε αυτό το πανηγύρι παραβρέθηκε ο Ν. Ψιλάκης. Εκεί άκουσε και κατέγραψε αρκετές προφορικές παραδόσεις που αφορούν τον Άγιο όπως:
«- Είναι ο Άγιος των φτωχών και δεν έχει να κάνει ούτε με τους Δεσποτάδες, ούτε με τους άρχοντες, ούτε με τους δημάρχους, ούτε με κανένα άλλο».
«-Βοσκαδουράκι στα όρη δεν ήτανε κι ας ήτανε κι αμούστακο, που λέει και το τραγούδι; Κατέχει αυτός ήντα ζωή κάνομε. Γι’ αυτό όπου κι αν είναι βοσκός πρέπει να τον-ε τιμά και να τον-ε σέβεται».
«-Μπορεί να τα ΄νε βοσκάκι μα εκάτεχε και εγιάτρευε τα πρόβατα. Και του φέρνανε κι από τα άλλα κοπάδια, ξένα, και τα γιάτρευε και αυτά. Και σήμερα άμα τάξεις στον Άγιο όλα πάνε καλά στο κοπάδι».
«-Το αρνί που κρατεί στην εικόνα άλλοι λένε πως το πήγαινε στον διοικητή πεσκέσι, μα εγώ είχα ακούσει πως το πήγαινε στην εκκλησία και προπάτειε τρεις ώρες για να φτάσει. Όπου υπάρχει βοσκός πρέπει να κάνει το ίδιο, να βγάνει και την μερίδα του Αγίου Μάμα και να πάει ένα τάξιμο στην εκκλησία».
Παρακάτω ο Νίκος Ψιλάκης περιγράφει πως γίνεται σήμερα το πανηγύρι:
…Δίπλα ακριβώς στον ναό οι βοσκοί έσφαζαν τα ζώα τους αλλά δεν προηγήθηκε κάποια ευχή ή τελετουργία που θα μπορούσε να δώσει μια πληρέστερη εικόνα θυσίας. Οι εργασίες είναι χωρισμένες σε αντρικές και γυναικείες. Οι άντρες αναλαμβάνουν το ψήσιμο του περίφημου «αντικριστού» και οι γυναίκες το μαγείρεμα σε μεγάλα καζάνια του κατ’ εξοχήν εθιμικού φαγητού της ημέρας: κρέας κοκκινιστό με πατάτες. Το κέρασμα όλων των καλεσμένων αμέσως μετά την προσέλευσή τους αναλαμβάνουν οι γυναίκες.
Οι πρώτοι προσκυνητές φτάνουν νωρίς το απόγευμα και η προσέλευση πυκνώνει όσο βραδιάζει. Κορυφώνεται τη νύχτα και το γλέντι, με άφθονο φαγητό βέβαια, συνεχίζεται όλη τη νύχτα ή σχεδόν όλη τη νύχτα.»

Η ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Ο Άγιος Μάμας είναι ποιμενικός Άγιος, προστάτης της ποιμενικής ζωής και των ζώων γενικότερα.
Αυτή είναι η πιο γνωστή και η πιο σταθερή ιδιότητα του Αγίου. Η ιδιότητα αυτή υπήρξε και ο λόγος που η λατρεία του αγίου προσέλαβε μεγάλη έκταση κυρίως στις ορεινές ποιμενικές περιοχές.
Στην Κρήτη υπάρχουν περίπου τριάντα εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Μάμα. Σε πλήθος άλλων, υπάρχουν φορητές εικόνες του Αγίου καθώς και αρκετές τοιχογραφίες, κάποιες από στις οποίες χρονολογούνται από την εποχή ήδη στις Ενετοκρατίας. Στο νομό Ρεθύμνου υπάρχει χωριό με το όνομα Άγιος Μάμας. Υπάρχουν επίσης στο νησί πολλά τοπωνυμία με το όνομα του Αγίου Μάμα.
Η λατρεία του Αγίου Μάμα πέρασε στην Κρήτη στα τέλη περίπου της πρώτης χιλιετίας.
Ακριβώς όμως πότε και πως, ο Μικρασιάτης αυτός άγιος έγινε γνωστός στο νησί δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε.
Μελετητές υποθέτουν πως αυτό πρέπει να συνέβη κατά την δεύτερη Βυζαντινή περίοδο, αμέσως μετά την κατάκτηση στις Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά (961 μ.Χ.)
Είναι γνωστό ότι Μικρασιάτες παλαίμαχοι στρατιώτες του Νικηφόρου εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά την απελευθέρωσή του από τους Άραβες. Μέσω των εποίκων αυτών πέρασαν στην Κρήτη πολλά στοιχεία του λαϊκού τους πολιτισμού, αλλά και της εκκλησιαστικής παράδοσης της Μικράς Ασίας.
Δεν πρέπει ακόμα να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο Νέος Ευαγγελιστής στις Κρήτης μετά την Αραβική κατοχή, ο Νίκων ο Μετανοείτε, ήταν από την Παφλαγονία, την περιοχή δίπλα στην Καππαδοκία, την κοιτίδα δηλαδή της Λατρείας του Αγίου Μάμα.
Ο Άγιος Νίκων ήταν μοναχός με βαθιά Χριστιανική πίστη και ήθος. Διέτρεχε τότε το νησί από την μια άκρη στην άλλη διδάσκοντας, νουθετώντας και επιτιμώντας στις φορές τους αλλοτριωμένους από την πολυετή αραβική κατοχή Κρήτες. Έμεινε γνωστός με την συχνότερή του παραίνεση: Μετανοείτε! Αγαπητός στους ταπεινούς και ευλαβείς προγόνους του έχτισε πολλούς ναούς και οργάνωσε πάλι την Κρητική Εκκλησία. Ταυτόχρονα όμως προκάλεσε την οργή και το μένος όσων τα συμφέροντα θίγονται από την γνήσια Χριστιανική Ηθική. Μετά από μια επταετία συνεχούς διδασκαλίας, αναχώρησε από το Νησί με νέο προορισμό την Πελοπόννησο όπου και εκεί τιμάται η μνήμη του.